στίγων

στίγων
στίγον
point
neut gen pl
στίγος
point
masc gen pl
στίγων
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στίγων — ωνος, ὁ, Α στιγματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στιγ τού στίζω* (πρβλ. στίγ μα) + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. στίλβ ων)] …   Dictionary of Greek

  • στίγωνες — στίγων masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδων — ωνος, ὁ, ΜΑ (για κακό δούλο) αυτός που είναι στα δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. στίγων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”